ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Σε αυτό το κείμενο αναλύονται οι βασικές αρχές για τη σωστή λειτουργία της φροντιστηριακής εκπαίδευσης. Αρχικά παρουσιάζονται τα προβλήματα που υπάρχουν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και στη συνέχεια γίνεται αναφορά στα κριτήρια επιλογής φροντιστηρίου ως μέσου διαχείρισης αυτών των προβλημάτων. Στόχος είναι ν’ αναδειχθούν οι αρχές από τις οποίες πρέπει να εμφορείται η φροντιστηριακή – παράλληλη εκπαίδευση, ώστε να πετύχει στο ρόλο της. Κυρίως, όμως, ν’ αποκαλυφθούν οι τρόποι με τους οποίους μπορεί κανείς να επιλέξει το σωστό φροντιστήριο, εκείνο που προτάσσει την πρόοδο και την επιτυχία του μαθητή, αποφεύγοντας τις εμπορικές επιχειρήσεις που λειτουργούν με μοναδικό στόχο το κέρδος. Οι παράγοντες που καθορίζουν τα παραπάνω είναι πολλοί και εξίσου σημαντικοί. Στο κύριο μέρος του κειμένου εξετάζεται, σε ξεχωριστή ενότητα, καθένας από αυτούς. Σε κάθε ενότητα περιγράφεται η αξία και η συνεισφορά κάθε παράγοντα στην εκπαιδευτική διαδικασία, πώς η επικρατούσα, σήμερα, αντίληψη επηρεάζει καθέναν από αυτούς δημιουργώντας, ενδεχομένως, στρεβλώσεις και, τέλος, πώς το σωστό φροντιστήριο μπορεί να διαχειριστεί και να διορθώσει, σε πολλές περιπτώσεις, τις στρεβλώσεις αυτές, ώστε ο μαθητής να αποκομίσει τη μέγιστη δυνατή ωφέλεια. Έτσι, αναπόφευκτα, το κείμενο είναι εκτεταμένο, προκειμένου να καταστούν σαφή όλα όσα αναλύονται.
Οι ενότητες που το συνθέτουν είναι οι εξής:
Η διαχείριση ενός προβλήματος προϋποθέτει κατ’ αρχάς την πλήρη και σε βάθος κατανόησή του. Όσο δυσάρεστες κι αν είναι κάποιες διαπιστώσεις, δεν πρέπει να μας αποτρέπουν από το να ασχοληθούμε με αυτήν.
Η εκπαιδευτική διαδικασία στα πρώτα σχολικά χρόνια είναι, κατά μία έννοια, μια πράξη «βίας». Κανένα παιδί αυτής της ηλικίας δε συμμετέχει εκουσίως σε αυτήν. Κανένα παιδί δε θα επέλεγε να θυσιάσει την ελευθερία και το παιχνίδι του, προκειμένου να σταθεί ακίνητο σε κάποιο θρανίο ακούγοντας όσα έχει να τού πει ο δάσκαλος. Πρώτο μέλημα θα έπρεπε να είναι η αλλαγή αυτής της κατάστασης. Φυσικά υπάρχουν τρόποι γι’ αυτήν την αλλαγή αλλά η αναφορά σε αυτούς δεν αποτελεί θέμα αυτού του κειμένου. Ως ένα σημείο θα αναδειχθούν στη συνέχεια, στην αναφορά μας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αφού, δυστυχώς, αυτή η κατάσταση υπάρχει και σε αυτήν τη βαθμίδα. Οι μαθητές, όχι βέβαια με δική τους ευθύνη, δεν κατανοούν την αξία της μόρφωσης και της εκπαίδευσης, γιατί κανείς δε φρόντισε για αυτό, με αποτέλεσμα να αντιδρούν αρνητικά. Δεν κατανοούν γιατί πρέπει να μαθαίνουν και πώς πρέπει να μαθαίνουν. Το πρόβλημα από την έλλειψη αυτού του προσανατολισμού επιδεινώνεται από μερικούς ακόμα παράγοντες:
- Ο Έλληνας εκπαιδευτικός δεν είναι ειδικευμένος στην εκπαίδευση! Ατυχώς μετά τη λήψη του πτυχίου, ύστερα από τέσσερα χρόνια σπουδών σε κάποια από τις, λεγόμενες, καθηγητικές σχολές, θεωρείται έτοιμος να διδάξει! Πόσο καλά γνωρίζει το αντικείμενο σπουδών του, πόσο καλά μπορεί να παίξει το ρόλο του μέντορα, πόση εμπειρία έχει; Δε θα έπρεπε μετά το πρώτο πτυχίο, ν’ ακολουθεί ένα πρόγραμμα ειδίκευσης στην εκπαίδευση; Είναι φανερό από τα προηγούμενα ότι η επιλογή καλών εκπαιδευτικών είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο πρόβλημα και μένει να φανεί στη συνέχεια η λύση του.
- Το πρόγραμμα σπουδών, καθώς και η ύλη κάθε μαθήματος, δεν φαίνεται να προκύπτουν από κάποιον σχεδιασμό που να εξυπηρετεί την επίτευξη των παραπάνω στόχων. Αυτό, άλλωστε, είναι φανερό και από τις συνεχείς αλλαγές που παρατηρούνται και στα δύο αυτά πεδία. Στα προγράμματα σπουδών δε δίνεται η πρέπουσα έμφαση σε θεμελιώδη θέματα για τη ζωή κάθε πολιτισμένου ανθρώπου: Υγιεινή διατροφή και άθληση, στοιχεία ανθρωπολογίας, θέατρο, μουσική, τέχνες, επιστήμες, τεχνολογία και άλλα. Ακόμα και στις περιπτώσεις που αυτά τα θέματα εντάσσονται στο ωρολόγιο πρόγραμμα το αποτέλεσμα δεν είναι αντάξιο των προσδοκιών. Επίσης μαθήματα που διδάσκονται στο σχολείο όπως η Ιστορία, η Λογοτεχνία, η Φιλοσοφία και άλλα, θα έπρεπε να διδάσκονται με στόχο τη γνώση, μέσω της κατανόησης και όχι μέσω της μηχανιστικής μάθησης. Η αποτελεσματική εφαρμογή πιο σύγχρονων προγραμμάτων σπουδών θα καθιστούσε το σχολείο ελκυστικό για τους μαθητές και όχι αγγαρεία.
Οι παραπάνω λόγοι είναι μερικοί μόνο από αυτούς που κάνουν το σχολείο μια αναγκαστική απασχόληση χωρίς ενδιαφέρον. Στη συνέχεια θα φανεί πώς το ποιοτικό φροντιστήριο, σε αντίθεση με το φροντιστήριο που λειτουργεί μόνο ως εμπορική επιχείρηση, μπορεί να συμβάλει στη διαχείριση αυτής της προβληματικής κατάστασης, βοηθώντας ουσιαστικά τους μαθητές του στη δημιουργία στόχων και στην κατάκτηση του τρόπου επίτευξής τους.
Η επιτυχία στην εκπαίδευση είναι συνισταμένη πολλών παραγόντων. Κύριο μέλημα θα έπρεπε να είναι η προετοιμασία του μαθητή ως καλού ακροατή, εργατικού, παρατηρητικού, ψυχολογικά έτοιμου για ό,τι πρόκειται να ακολουθήσει και ικανού να κατανοήσει την απάντηση στο ερώτημα «Γιατί όλα αυτά;». Όλα αυτά θεμελιώνουν σωστή νοοτροπία στο μαθητή και θα έπρεπε να καλλιεργούνται από το Δημοτικό σχολείο.
Δυστυχώς, για διάφορους λόγους, οι μαθητές φθάνουν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση χωρίς θεμέλια στη γνώση και, το χειρότερο, χωρίς κάτι από αυτά που αναφέρθηκαν προηγουμένως ως βασικοί πυλώνες προόδου. Επομένως, είναι απολύτως απαραίτητο η σωστή φροντίδα για το μαθητή να λαμβάνεται το ταχύτερο δυνατόν, ώστε να υπάρχει χρόνος να κερδηθεί το χαμένο έδαφος και στη γνώση αλλά και στη νοοτροπία. Οι απαιτήσεις του Γυμνασίου βρίσκονται σε μέτριο επίπεδο. Κάποιος μαθητής με τη βοήθεια των γονέων του, ή του «φοιτητή της διπλανής πόρτας», ή κάποιου χώρου τύπου «Κέντρο Μελέτης», αλλά ακόμα και χωρίς βοήθεια μπορεί να έχει καλή πορεία στο σχολείο του. Έτσι όχι μόνο δεν αναδεικνύεται το πολύ σοβαρό πρόβλημα που υπάρχει αλλά εντείνεται με τις επιπτώσεις του να γίνονται εμφανείς στο Λύκειο. Οι μαθητές δε μαθαίνουν το σωστό τρόπο μελέτης. Εθίζονται στη στείρα απομνημόνευση, χωρίς να αναπτύσσουν τις δημιουργικές ικανότητες που είναι δεδομένο πως έχουν. Κάποιοι περιγράφουν το φαινόμενο αυτό ως πνευματική ατροφία.
Είναι, λοιπόν, φανερό ότι τα πράγματα πρέπει άμεσα να κινηθούν προς τη σωστή κατεύθυνση. Τα δεδομένα που προαναφέρθηκαν καθιστούν αναγκαίο να προσφερθούν στο μαθητή όλα όσα πρέπει το συντομότερο δυνατό. Είναι ήδη σαφές ότι ο μαθητής θα πάρει όσα πρέπει μόνο από φροντιστήριο με σωστή εκπαιδευτική φιλοσοφία και πολιτική. Σε αντίθετη περίπτωση θα εξακολουθήσουν τα κακώς κείμενα με βέβαιο αποτέλεσμα την αποτυχία. Ένα φροντιστήριο που στόχο έχει μόνο την εμπορική εκμετάλλευση των προβλημάτων μόρφωσης και προόδου των παιδιών είναι βέβαιο ότι θα εντείνει τα προβλήματα αυτά με προφανή αποτελέσματα. Πολύ λίγα φροντιστήρια έχουν τη γνώση και τη δυνατότητα να βοηθήσουν αποτελεσματικά και από αυτά που την έχουν ακόμα λιγότερα μπορούν να προτάξουν την πρόοδο του παιδιού και όχι το οικονομικό όφελος . Οι κακές υπηρεσίες της πλειονότητας των φροντιστηρίων φαίνονται από τις χαμηλές επιδόσεις των μαθητών σε μικρότερες τάξεις και αναδεικνύονται πλήρως και πέραν πάσης αμφισβήτησης από τα τραγικά αποτελέσματα των πανελλαδικών εξετάσεων. Είναι πράγματι εντυπωσιακό το γεγονός ότι, ενώ η συντριπτική πλειονότητα των μαθητών παρακολουθεί φροντιστηριακά μαθήματα, εντούτοις οι βαθμολογίες κάτω από τη βάση φτάνουν ακόμα και στο απίστευτο ποσοστό του 80%. Πρέπει να τονιστεί εδώ ότι τα θέματα στα οποία η αποτυχία είναι παταγώδης έχουν τον πυρήνα τους στις σχολικές ασκήσεις. Συνεπώς, δεν πρόκειται για δύσκολα θέματα, όπως αρέσει σε πολλούς να λένε, για να δικαιολογήσουν τις κακές υπηρεσίες τους. Για να είμαστε ακριβείς και δίκαιοι, πρέπει να σημειώσουμε τούτο: από το σύνολο των θεμάτων τα πραγματικά δύσκολα ερωτήματα αντιστοιχούν περίπου στο 15 – 20% του άριστα. Τα υπόλοιπα μόρια μπορεί και πρέπει να τα πάρει κάθε μαθητής που έχει κάνει σοβαρή προσπάθεια.
Η επιλογή του φροντιστηρίου γίνεται, συνήθως, από το μαθητή και όχι από τον γονέα. Υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’ αυτό και θα παρατεθούν στη συνέχεια. Κάθε άνθρωπος στην εφηβική του ηλικία ενδιαφέρεται πρωτίστως για την κοινωνική του ένταξη και αποδοχή από τον περίγυρό του και την κοινωνική ομάδα στην οποία ανήκει. Έτσι, ο μαθητής επιλέγει το φροντιστήριο εκείνο στο οποίο βρίσκονται ήδη οι φίλοι και οι γνωστοί του, αφού αυτοί αποτελούν μια ομάδα ανθρώπων οι οποίοι τον έχουν ήδη αποδεχτεί ως μέλος τους. Δεν υπάρχει πουθενά το κριτήριο της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Πώς θα μπορούσε άλλωστε ένα παιδί στην εφηβική του ηλικία να έχει την απαιτούμενη εμπειρία και ωριμότητα, ώστε να επιλέξει με σωστά κριτήρια και ορθή σκέψη; Είναι, λοιπόν, φανερό ότι το κριτήριο επιλογής έχει τη βάση του στον συναισθηματικό κόσμο του παιδιού, απέχοντας κατά πολύ από τα κριτήρια που αποτελούν εγγύηση για την πρόοδο, την τελική επιτυχία και την επίτευξη του στόχου του. Όταν ο μαθητής επιλέγει και, ακολούθως, οι γονείς του αποδέχονται την επιλογή του, εκείνοι αιτιολογούν την απόφασή τους προτάσσοντας επιχειρήματα με λογικοφανή ερείσματα τα οποία, όμως, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Επειδή θα φαινόταν πολύ επιπόλαια μια απόφαση που ακολουθεί τη λογική της επιλογής μιας καφετέριας (πάω όπου βρίσκονται οι φίλοι μου), αποδίδουν στο φροντιστήριο της επιλογής τους ιδιότητες και αξίες που δεν υφίστανται. Έχει καλούς καθηγητές (ενώ δεν τους γνωρίζουν), έχει επιτυχίες (ενώ δεν μπορούν να αξιολογήσουν πραγματικά τι σημαίνει επιτυχία), είναι το καλύτερο (ενώ δεν γνωρίζουν τα υπόλοιπα) και πλήθος άλλων.
Προφανώς, η παραπάνω λογική δεν επιτρέπει την επιλογή του πραγματικά καλού φροντιστηρίου και, φυσικά, έχει όλα τα δυσάρεστα επακόλουθα. Η επιτυχία του μαθητή είναι, πλέον, ζήτημα τύχης. Όμως, η επαγγελματική αποκατάσταση, το μέλλον και η καριέρα ενός ανθρώπου δεν πρέπει ν’ αφήνονται στην τύχη!
Σωστή επιλογή φροντιστηρίου σημαίνει επίτευξη των στόχων καριέρας και όχι μόνο. Πολύ συχνά συμβαίνει ο μαθητής να φτάσει σε επίπεδο υψηλότερο από τις προσδοκίες του, με αποτέλεσμα να επιτύχει σε σχολή υψηλότερου επιπέδου από αυτήν που αρχικά επιθυμούσε. Το πρώτο βήμα της επιτυχούς επιλογής είναι η εκτεταμένη έρευνα αγοράς από τους γονείς του μαθητή. Ακόμη κι αν κάποιος δεν είναι σχετικός με το χώρο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, όπως φυσιολογικά συμβαίνει με τους περισσότερους γονείς, θα μπορέσει, μέσω της επαφής του με τους ανθρώπους του χώρου, να οξύνει το κριτήριό του και, σε συνδυασμό με την κοινωνική του ωριμότητα, να καταστεί ικανός να πάρει τη σωστή απόφαση. Η δεύτερη παράμετρος επιτυχούς επιλογής συνίσταται στον έλεγχο και την ορθή κρίση για όλα τα επιμέρους γνωρίσματα που καθορίζουν το σωστό φροντιστήριο, όπως αυτά παρουσιάζονται στη συνέχεια.
Η ποιότητα ενός φροντιστηρίου καθορίζεται από την ποιότητα της ομάδας των εκπαιδευτικών του και από την εκπαιδευτική πολιτική που ακολουθείται από τη διεύθυνση σπουδών . Η δεύτερη παράμετρος αναλύεται στις υπόλοιπες ενότητες αυτού του κειμένου. Στην παρούσα θα παρουσιαστεί η πρώτη παράμετρος, αυτή της ποιότητας του εκπαιδευτικού προσωπικού. Θα απαντηθούν τα ερωτήματα: Τι σημαίνει καλός καθηγητής; Πόσο δύσκολο είναι να διαγνωστεί η ποιότητα ενός καθηγητή; Ποιος μπορεί να κρίνει έναν καθηγητή;
Στα περισσότερα φροντιστήρια που ακολουθούν «φιλολαϊκή» πολιτική ο καθηγητής κρίνεται από τους μαθητές. Είναι, άραγε, αυτό σωστό; Αυτό που πραγματικά μπορεί να ελέγξει ο μαθητής είναι μόνο η «χημεία» ανάμεσα σε αυτόν και τον καθηγητή του. Την αρτιότητα και την πληρότητα του καθηγητή δεν μπορεί, εκ των πραγμάτων, να την ελέγξει ο μαθητής. Αυτό είναι προϊόν μέριμνας, επίπονης και μακροχρόνιας προσπάθειας του διευθυντή του εκπαιδευτικού οργανισμού υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι έχει την ικανότητα να το πράξει. Είναι γνωστό ότι η μακροχρόνια ενασχόληση με κάποιο αντικείμενο είναι μόνο αναγκαία συνθήκη για να είναι κανείς καλός σε αυτό. Όχι, όμως, και επαρκής. Πρέπει, επιπλέον, να έχει και το «ταλέντο» ν’ αξιοποιεί την εμπειρία του και να την μετουσιώνει σε ικανότητα.
Υπάρχουν πολλοί πτυχιούχοι «καθηγητικών» σχολών αλλά ελάχιστοι εκπαιδευτικοί. Ο Έλληνας «εκπαιδευτικός» δεν εκπαιδεύεται γι’ αυτόν τον ρόλο. Αν το ζητούμενο είναι η αποδοχή του καθηγητή από τον μαθητή με οποιαδήποτε αδιευκρίνιστα και πάντως μη παιδαγωγικά κριτήρια, δε διασφαλίζεται η ποιότητα. Ο τυχαίος καθηγητής που βρίσκεται στην αίθουσα μόνο ως αρεστός στους μαθητές και όχι με πιστοποιημένη ικανότητα δεν μπορεί να εκτιμήσει σωστά τις απαιτήσεις του συγκεκριμένου ακροατηρίου, αδυνατεί να καθορίσει επιτυχώς τη ροή του μαθήματος και να επιλέξει το κατάλληλο για κάθε μαθητή βοηθητικό υλικό. Τις αποφάσεις για τα παραπάνω κρίσιμα ζητήματα τις έχει ήδη λάβει, συνήθως, η διεύθυνση του φροντιστηρίου με κριτήρια εμπορικά , μη ποιοτικά. Αυτό σημαίνει απώλεια χρόνου και επιδερμική επαφή με την ύλη. Προ των εξετάσεων ο μαθητής εμφανίζεται ανοχύρωτος, αγχωμένος και τελικά πανικόβλητος, καθώς συνειδητοποιεί, ελάχιστο χρόνο πριν τις εξετάσεις ,ότι αυτό που νόμιζε ως σωστή και πλήρη προετοιμασία μόνο τέτοια δεν ήταν. Αυτοί οι μαθητές, δυστυχώς η πλειονότητα των υποψηφίων, γεμίζουν τις λίστες με τις τραγικά χαμηλές επιδόσεις στις πανελλαδικές εξετάσεις, που δημοσιοποιούνται κάθε καλοκαίρι.
Όπως, ήδη, αναφέραμε η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού είναι θέμα ικανής διεύθυνσης. Και τούτο, διότι η ποιότητα του εκπαιδευτικού ως συνισταμένη έχει πολλές συνιστώσες. Να μερικές μόνο από τις πολλές ικανότητες που πρέπει να έχει ο εκπαιδευτικός:
Καλή «χημεία» με τους μαθητές του. Έχει να κάνει με την ιδιοσυγκρασία του καθηγητή, το πόσο προσηνής είναι και τη δυνατότητά του ν’ αντιλαμβάνεται σωστά τις ιδιαίτερες ανάγκες κάθε μαθητή του. Η επιτυχία του σε αυτόν τον τομέα είναι ο πυρήνας αυτού που όλοι γνωρίζουν ως «μεταδοτικότητα» του καθηγητή. Η επιτυχία της εκπαιδευτικής διαδικασίας, ωστόσο, είναι αμφίδρομη. Η μεταδοτικότητα του καθηγητή συμβάλλει στην επιτυχή παροχή της γνώσης από τον καθηγητή προς τον μαθητή. Εξίσου σημαντική, όμως, είναι και η δεκτικότητα του μαθητή, δηλαδή η δυνατότητά του να προσλάβει τη γνώση που του παρέχεται. Ο καλός εκπαιδευτικός πρέπει να έχει την ικανότητα να καθιστά το μαθητή του καλό ακροατή. Η παράμετρος αυτή, αν και εξαιρετικά σημαντική, δεν είναι ευρύτερα γνωστή. Η μεταδοτικότητα δεν μπορεί να προσφέρει κάτι, αν ο μαθητής δεν είναι έτοιμος να το πάρει.
Άριστη γνώση του αντικειμένου του. Απαιτείται άριστη γνώση του αντικειμένου του, ευρύτερη της διδακτέας ύλης του μαθήματος. Αυτό βοηθάει τον καθηγητή να δίνει προεκτάσεις στη διδακτέα ύλη, αναδεικνύοντας την αξία και, κυρίως, τη χρησιμότητα της γνώσης που διδάσκει. Σε αντίθετη περίπτωση, επιτυγχάνεται μόνο απλή μεταφορά πληροφορίας την οποία ο μαθητής καλείται απλώς να προσθέσει στις προηγούμενες. Η παράμετρος αυτή αναδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος της μη εξειδίκευσης των καθηγητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Είναι, δυστυχώς, πολύ συνηθισμένο το λάθος γονέων να εμπιστεύονται σε μη εξειδικευμένους καθηγητές την προετοιμασία των παιδιών τους. Συχνά βλέπουμε φιλολόγους να «διδάσκουν» όλα τα θεωρητικά μαθήματα, Βιολόγους που «διδάσκουν» Φυσική , Χημεία, μπορεί και Μαθηματικά και, ίσως, όχι Βιολογία!
Εμπειρία. Είναι τόσο πολλά τα μέτωπα στα οποία πρέπει να επιτύχει ο καθηγητής της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ώστε η πείρα προβάλλει ως καθοριστικός παράγοντας επιτυχίας. Πρέπει, όμως, να επισημανθεί εδώ ότι η ποιότητα στην εργασία οποιουδήποτε και πολύ περισσότερο του εκπαιδευτικού δεν τεκμαίρεται μόνο από τα χρόνια εργασίας του. Αναφέρθηκε, άλλωστε, ήδη ότι η μακροχρόνια δράση είναι μόνο αναγκαία συνθήκη για την ποιότητα. Πρέπει, επιπλέον, να υπάρχει και η ικανότητα αφομοίωσης καταστάσεων προς εξαγωγή συμπερασμάτων που διαρκώς βελτιώνουν το επίπεδο της προσφερόμενης υπηρεσίας.
Συνεχής βιβλιογραφική ενημέρωση. Πολύτιμος σύμμαχος του εκπαιδευτικού στο δύσκολο έργο του είναι η χρησιμοποιούμενη βιβλιογραφία. Ο καλός καθηγητής ξεκινά από το υλικό του σχολικού βιβλίου (απαραιτήτως, για πολλούς λόγους) αλλά επιβάλλεται να προετοιμάσει τους μαθητές του με επιπλέον υλικό που με μεγάλη φροντίδα θα συλλέξει από πληθώρα βιβλιογραφικών πηγών. Είναι δε αυτονόητο ότι το υλικό αυτό πρέπει διαρκώς να ανανεώνεται, να εμπλουτίζεται και να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις κάθε περιόδου.
Συγγραφική ικανότητα. Ο καθηγητής που διδάσκει μια ενότητα στην τάξη έχει τη δυνατότητα και το χρόνο να διαχειριστεί το υλικό με πολλούς τρόπους. Ανάλογα με το ακροατήριό του, επιλέγει αυτούς τους τρόπους που θεωρεί καταλληλότερους και χρησιμοποιεί τα παραδείγματα και τις εφαρμογές που βλέπει ότι βοηθούν στη μετάδοση της γνώσης. Στην περίπτωση που διαπιστώσει ότι έχει ανάγκη από περισσότερα παραδείγματα και επιπλέον διευκρινίσεις έχει τη δυνατότητα να το πράξει. Τι γίνεται, όμως, στην περίπτωση που ο καθηγητής πρέπει να συγγράψει την ενότητα αυτή; Τότε έχει μόνο μία ευκαιρία να πει γραπτώς αυτό που θέλει και μάλιστα απευθυνόμενος σε αναγνώστες με διαφορετικές ανάγκες και απαιτήσεις. Επομένως, επιβάλλεται να επιστρατεύσει την επινοητικότητά του, για να βρει τον προσφορότερο τρόπο μετάδοσης της γνώσης, μέσω του γραπτού πονήματός του. Δεν έχει δεύτερη ευκαιρία. Πρέπει να επιλέξει στον περιορισμένο χώρο που διαθέτει, τα καταλληλότερα παραδείγματα προς εμπέδωση της θεωρίας. Αυτές οι ανάγκες εξυψώνουν το επίπεδο μεταδοτικότητας του καθηγητή, γιατί τον αναγκάζουν να αναζητά διαρκώς καλύτερους τρόπους αποτύπωσης της γνώσης, να είναι σαφής και περιεκτικός.
Δημιουργία θεμάτων και κατασκευή διαγωνισμάτων. Ο καθηγητής δεν πρέπει να είναι μόνο «καταναλωτής» θεμάτων. Απαιτείται και ο ίδιος να μπορεί να δημιουργεί ποιοτικά θέματα προς εξάσκηση των μαθητών του. Με τον τρόπο αυτό κατανοεί, αρχικά, ο ίδιος τη διαδικασία στην οποία βάζει τον μαθητή ο εξεταστής. Ως αποτέλεσμα, μπορεί στη συνέχεια να μεταδώσει στους μαθητές του τη λογική και τη δομή κατασκευής θεμάτων, να τους εξοικειώσει με τον τρόπο σκέψης του εξεταστή και, επομένως, να τους αποκαλύψει τα μυστικά που κρύβονται στα θέματα των διαγωνισμάτων, καθιστώντας τους, έτσι, ικανότερους στην επίλυσή τους. Επίσης, πρέπει να μπορεί να κατασκευάζει πλήρη, πρωτότυπα και δίκαια διαγωνίσματα. Τα διαγωνίσματα αυτά άλλοτε πρέπει να εξυπηρετούν ειδικούς διδακτικούς στόχους και άλλοτε να είναι, παράλληλα, διαγωνίσματα προσομοίωσης εξετάσεων. Ένα διαγώνισμα θεωρείται πλήρες, όταν καλύπτει το μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό της εξεταστέας ύλης. Είναι πρωτότυπο, αν περιέχει ζητούμενα με τα οποία ο μαθητής ωθείται να συνθέσει γνώσεις που κατέχει και όχι απλώς να θυμηθεί τις εφαρμογές που έχει μελετήσει. Είναι δίκαιο, αν χαρακτηρίζεται από ομαλή κλιμάκωση της δυσκολίας, ώστε ο βαθμός που θα πάρει κάθε μαθητής να αντικατοπτρίζει επιτυχώς την ποιότητα και την ποσότητα της εργασίας του. Τα διαγωνίσματα είναι χρήσιμα για δύο λόγους: Ο πρώτος είναι προφανής. Λειτουργούν ως μοχλός πίεσης για τους μαθητές, προκειμένου να μελετήσουν ξανά ένα μεγάλο μέρος της ύλης , αυτό που ορίζεται ως εξεταστέα ύλη του διαγωνίσματος. Ο δεύτερος δεν είναι προφανής και είναι, μάλλον, δύσκολο να τον μαντέψει κανείς. Σίγουρα δεν είναι αυτός στον οποίο πηγαίνει ο νους κάποιου. Το διαγώνισμα δε γίνεται, για να διαπιστώσει ο καθηγητής το επίπεδο του μαθητή. Αλίμονο στον καθηγητή που περιμένει το αποτέλεσμα ενός διαγωνίσματος, για να διαπιστώσει το επίπεδο του μαθητή του. Ο καλός καθηγητής μπορεί (και πρέπει) να γνωρίζει με εξαιρετικά καλή προσέγγιση το βαθμό που θα πάρει ο μαθητής στο διαγώνισμα που ο ίδιος του έδωσε. Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο είναι χρήσιμα τα διαγωνίσματα είναι ότι ο καθηγητής έχει τη δυνατότητα, σε πραγματικές συνθήκες , να διδάξει στο μαθητή του την «τέχνη» της γραπτής δοκιμασίας. Αυτό φυσικά προϋποθέτει την παρουσία του καθηγητή κατά τη διάρκεια του διαγωνίσματος. Με κατάλληλες παρεμβάσεις στο σωστό χρόνο μπορεί να υποδείξει στο μαθητή του τη σωστή διαχείριση των θεμάτων, ως προς τη διάγνωση της δυσκολίας τους και ως προς τη διαχείριση του χρόνου. Πολύ κακώς θεωρείται αυτονόητο ότι ο μαθητής που έχει τις γνώσεις θα γράψει σίγουρα άριστα. Διαγώνισμα στο οποίο ο μαθητής αφήνεται μόνος υποβιβάζεται σε εργασία. Είναι αμέτρητες οι περιπτώσεις άριστων μαθητών που έγραψαν έναν χαμηλό βαθμό από λανθασμένες εκτιμήσεις στη δυσκολία των θεμάτων και στη διαχείριση του διαθέσιμου χρόνου. Σταδιακά, βέβαια, η ανάγκη για καθοδήγηση από τον καθηγητή πρέπει να ελαχιστοποιείται , ώστε στα τελευταία διαγωνίσματα ο μαθητής να έχει καταστεί πλήρως ανεξάρτητος και ικανός να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις τους σε συνθήκες ίδιες με αυτές των εξετάσεων. Τέλος, ένα επιτυχημένο διαγώνισμα προσομοίωσης πανελλαδικών εξετάσεων πρέπει να έχει όλα τα χαρακτηριστικά του ποιοτικού διαγωνίσματος που προαναφέρθηκαν και, επιπλέον, αυξημένο βαθμό δυσκολίας σε σχέση με το επίπεδο των θεμάτων των πανελλαδικών εξετάσεων των τελευταίων τριών ετών. Αυτό επιβάλλεται, προκειμένου ο υποψήφιος να έχει εξοικειωθεί με τα θέματα που θα τεθούν στις τελικές εξετάσεις και να μπορέσει, έτσι, να τα διαχειριστεί χωρίς άγχος. Η έλλειψη άγχους στις πανελλαδικές εξετάσεις είναι το ήμισυ της επιτυχίας!
Είναι φανερό, λοιπόν, ότι χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στις συνεχείς πολύ καλές επιδόσεις ενός μαθητή στα διαγωνίσματα του φροντιστηρίου του, τα οποία κατασκευάζονται για να πετύχουν εμπορικούς στόχους. Ήπια θέματα, για να γράψουν καλά οι μαθητές και από τις καλές επιδόσεις τους να προκύψει, «εύλογα», το συμπέρασμα ότι η ποιότητα των παρεχόμενων σπουδών είναι αυτή που πρέπει.
Η λέξη «προσομοίωση» ακούγεται πολύ συχνά σε φροντιστήρια, δημόσια και ιδιωτικά σχολεία ακόμα και σε ιδιαίτερα. Πόσα, όμως, από αυτά τα διαγωνίσματα προσομοίωσης επιτυγχάνουν το στόχο τους; Η τέχνη κατασκευής ενός διαγωνίσματος είναι μια πολύ δύσκολη τέχνη η οποία πρέπει να μένει ανεπηρέαστη από την επιδίωξη δημιουργίας εντυπώσεων με στόχο το εμπορικό κέρδος.
Το κριτήριο κατανομής των μαθητών σε τμήματα παρακολούθησης μαθημάτων σε ένα φροντιστήριο είναι, κατά την επικρατούσα αντίληψη, ο βαθμός του μαθητή στο σχολείο του. Άλλες φορές είναι η σειρά προσέλευσης και εγγραφής. Επίσης, χαρακτηριστικό των περισσοτέρων είναι η αδυναμία ανακατανομής των μαθητών, εφόσον υπάρξει ανάγκη, κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς.
Είναι προφανές ότι ο σχολικός βαθμός είναι απολύτως υποκειμενική αντανάκλαση της εικόνας του μαθητή. Εξαρτάται από την προσωπική , περί αξιολόγησης, αντίληψη κάθε εκπαιδευτικού. Δύο μαθητές διαφορετικών σχολείων με τον ίδιο βαθμό είναι συνήθως δύο εντελώς διαφορετικοί μαθητές. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι δύο μαθητές από το ίδιο σχολείο έχουν τον ίδιο βαθμό, δεν είναι σίγουρο ότι πρόκειται για μαθητές ίδιων επιδόσεων. Όλοι θυμόμαστε από τα μαθητικά μας χρόνια δύο συμμαθητές μας που είχαν τον ίδιο βαθμό, με τον έναν από αυτούς να μελετά αρκετές ώρες, χωρίς να έχει ικανοποιητική απόδοση και τον άλλον να μελετά λιγότερο, να συμμετέχει στις παρέες αλλά, έχοντας καλύτερη αντίληψη, να επιτυγχάνει εξίσου καλές επιδόσεις. Πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικούς μαθητές που απαιτούν εξατομικευμένη αντιμετώπιση και διαφορετικές στρατηγικές εκπαίδευσης .
Ο σωστός τρόπος διαχωρισμού έγκειται στη σωστή εκτίμηση της δυναμικής κάθε μαθητή. Ο όρος «δυναμική» σχετίζεται με το υπόβαθρο γνώσεων που έχει ο μαθητής, τόσο αυτών που θυμάται όσο και εκείνων που πρέπει να θυμηθεί, τη διάθεσή του για γνώση, την ικανότητά του να αντιλαμβάνεται και την εργατικότητά του. Ο συνδυασμός όλων αυτών των παραμέτρων πρέπει να εκτιμηθεί σωστά, κάτι που μόνο κάποιος με μεγάλη σχετική πείρα μπορεί να επιτύχει. Ο σχεδιασμός των τμημάτων με αυτό το κριτήριο διασφαλίζει την ομοιογενή σύνθεσή τους, με αποτέλεσμα ο καθηγητής να μπορεί να εργαστεί με βάση τις ίδιες ανάγκες των μαθητών του τμήματος, χωρίς να χάνει χρόνο εξηγώντας σε κάποιους αυτό που οι υπόλοιποι έχουν καταλάβει. Επίσης, το σωστά σχηματισμένο τμήμα λειτουργεί σαν «κυψέλη» γνώσης, όπου όλοι εργάζονται με στόχο την κατάκτησή της. Η αλληλεπίδραση μαθητών της ίδιας δυναμικής είναι σπουδαίος παράγοντας για την εκπαιδευτική διαδικασία. Τα παραπάνω καταδεικνύουν, με τον πλέον φανερό τρόπο, και το πλεονέκτημα του σωστά σχεδιασμένου ομαδικού μαθήματος έναντι του ιδιαίτερου.
Η ροή της ύλης καθορίζεται από τρεις παράγοντες: Από το επίπεδο του ακροατηρίου, από το ζητούμενο κάθε τάξης (υπάρχουν πολλές διαφορές μεταξύ τάξεων του Γυμνασίου, της Α΄ και Β΄ Λυκείου και της Γ΄ Λυκείου που οδηγεί στις πανελλαδικές εξετάσεις) και από το χρόνο επανάληψης που απαιτεί το κάθε μάθημα. Η ροή της ύλης πρέπει να χαρακτηρίζεται από τη σε βάθος αντιμετώπιση όλων των θεμάτων, ώστε να μην αφήνει απορίες στο μαθητή. Έτσι, στην επανάληψη ο μαθητής πρέπει μόνο να θυμηθεί πράγματα που ήδη γνωρίζει και να εξασκηθεί σε πιο απαιτητικά θέματα εξετάσεων. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να ακούει και να βλέπει φαινόμενα, έννοιες και τμήματα ύλης για πρώτη φορά.
Άλλοτε από έλλειψη ικανότητας, άλλοτε από σκοπιμότητα η ροή της ύλης δεν είναι αυτή που πρέπει. Πολλές φορές, για λόγους εντυπωσιασμού, ισχυρίζονται κάποιοι ότι τελειώνουν την ύλη πολύ νωρίτερα από όσο θα έπρεπε. Και αυτό δηλώνεται πριν την έναρξη των παραδόσεων, ως αρχή της πολιτικής τους στη διδασκαλία του μαθήματος ανεξάρτητα, δηλαδή, από τις παραμέτρους ορθής ροής της ύλης που προαναφέρθηκαν. Εδώ ακριβώς αναδύεται το πρόβλημα της εμπορικής εκμετάλλευσης. Προφανώς, δεδομένου ότι δεν είναι όλοι οι μαθητές ίδιοι, δε γίνεται να ισχύουν τα ίδια για όλους. Κάθε μαθητής έχει τις δικές του ανάγκες. Αφού αυτές διαγνωστούν με ακρίβεια και σχηματιστούν τα τμήματα παρακολούθησης με τις προϋποθέσεις που αναλύθηκαν, τότε και μόνο τότε μπορεί να χαραχθεί η πολιτική ροής της ύλης. Το αποτέλεσμα του κακού προγραμματισμού είναι η επιφανειακή αντιμετώπιση της ύλης, που αφήνει πολλές απορίες στο μαθητή. Συχνά, επίσης, υπάρχουν ενότητες που ηθελημένα δεν αντιμετωπίζονται επαρκώς, προκειμένου να έρθει το «πολυπόθητο» τέλος της ύλης μια ώρα αρχύτερα για λόγους εντυπωσιασμού. Μοιραία, η επανάληψη μόνο τέτοια δεν είναι. Τότε, ξεκινάει ένας αγώνας δρόμου για την κάλυψη των πολλών κενών που δημιουργεί στο μαθητή πανικό, καθώς συνειδητοποιεί ότι λίγο πριν τις εξετάσεις έχει βασικές ελλείψεις τις οποίες, λόγω και του περιορισμένου πλέον χρόνου, δύσκολα θα μπορέσει να καλύψει.
Κύριο μέλημα της διεύθυνσης του φροντιστηρίου είναι να φροντίσει με επιτυχία για όλες τις παραμέτρους που προαναφέρθηκαν. Σημαντικός παράγοντας επιτυχίας είναι, επίσης, η προστασία του μαθητή από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Μέσω των συναναστροφών και των επαφών του με πολλές απόψεις «ειδικών» , δέχεται μεγάλο πλήθος αρνητικών επιδράσεων. Είναι απολύτως απαραίτητο, για τη διατήρηση σωστής ψυχολογίας, ο μαθητής να γνωρίζει γιατί αυτό που κάνει το δικό του φροντιστήριο είναι το σωστό και γιατί η πολιτική που ακολουθείται είναι η δέουσα και ενδεδειγμένη για την επίτευξη του τελικού στόχου. Πρέπει ο μαθητής να προστατευτεί από τα «πυροτεχνήματα» που στόχο έχουν την εμπορική εκμετάλλευση και, φυσικά, οδηγούν τελικά στην αποτυχία. Αυτό είναι το δεύτερο σπουδαίο μέλημα της διεύθυνσης του σωστού φροντιστηρίου. Το σωστό φροντιστήριο δεν αρκεί να είναι σωστό. Επιβάλλεται να μπορεί και να το αποδείξει. Πρέπει να μπορεί να πείσει τους μαθητές του ότι γίνεται ακριβώς αυτό που πρέπει. Αυτό συμβάλλει καθοριστικά στη διατήρηση του θετικού κλίματος που είναι απαραίτητος όρος για την επιτυχία.
Το κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον, η ποιότητα των εκπαιδευτικών και ο τρόπος μελέτης αποτελούν τους τρεις βασικούς πυλώνες της μαθησιακής διαδικασίας. Ο τρόπος μελέτης θα έπρεπε ν’ αποτελεί προκαταρκτικό στάδιο γι’ αυτήν. Κάθε μάθημα απαιτεί τον τρόπο μελέτης που του αρμόζει. Άλλα τα χαρακτηριστικά των θετικών μαθημάτων και άλλα των θεωρητικών. Άλλος ο τρόπος μελέτης της Φυσικής που έχει απτό χώρο αναφοράς και άλλος των Μαθηματικών που είναι πιο αφηρημένο αντικείμενο. Ο καλός ακροατής πρέπει να μπορεί να μελετά αποδοτικά, ώστε να αφομοιώνει την προηγούμενη γνώση προετοιμάζοντας τον εαυτό του για τη νέα.
Η μεγαλύτερη πλάνη σχετικά με την ποιότητα της μελέτης είναι η ταύτισή της με τον χρόνο μελέτης. Πολλοί θεωρούν εσφαλμένα ότι η πολύωρη μελέτη είναι και αποδοτική. Κύριος παράγοντας του χαμηλού επιπέδου εκπαίδευσης είναι το γεγονός ότι θεωρείται αυτονόητο πως ο μαθητής γνωρίζει την τέχνη του διαβάσματος. Δυστυχώς, ουδείς ασχολείται με την παράμετρο αυτή. Ο μαθητής δε γνωρίζει, γιατί ποτέ κανείς δεν τού είπε, πώς ακριβώς θα πρέπει να διαχειριστεί τον προσωπικό του χρόνο μελέτης.
Είναι αρμοδιότητα του καθηγητή να υποδείξει το σωστό τρόπο μελέτης για το μάθημά του. Υπάρχουν πολύ συγκεκριμένα πράγματα που πρέπει να κάνει ο μαθητής σε κάθε μάθημα και αυτά μόνο ο καλός καθηγητής μπορεί να τού τα υποδείξει. Ο σωστός τρόπος μελέτης προσφέρει την ικανοποίηση της πλήρους κατανόησης και, ως αποτέλεσμα, συμβάλλει στην τόνωση της αυτοπεποίθησης του μαθητή. Επίσης, με τον σωστό τρόπο μελέτης ο μαθητής εξοικονομεί χρόνο. Σε μία ώρα αφομοιώνει όσα θα επιχειρούσε να απομνημονεύσει σε πολύ περισσότερο χρόνο. Και, φυσικά, το πρόβλημα τότε δεν είναι μόνο η απώλεια του χρόνου αλλά και το γεγονός ότι δεν αναπτύσσει τις ικανότητες που πρέπει.
Τα διαγωνίσματα προσομοίωσης είναι απαραίτητα, προκειμένου ο μαθητής να εξοικειωθεί με τις πραγματικές συνθήκες των εξετάσεων. Ο κύριος λόγος για τον οποίο γίνονται είναι να μπορέσει ο καθηγητής, σε πραγματικές συνθήκες εξετάσεων, να εκπαιδεύσει το μαθητή του στην «τέχνη» της γραπτής εξέτασης. Γι’ αυτό και η παρουσία του καθηγητή κατά τη διάρκεια του διαγωνίσματος είναι απαραίτητη. Το διαγώνισμα, επίσης, λειτουργεί και ως μοχλός πίεσης για τον μαθητή. Ενόψει του διαγωνίσματος ο μαθητής υποχρεούται να επαναλάβει μια ενότητα της ύλης ή ακόμα και ολόκληρη την ύλη.
Ο συνήθης αλλοτριωμένος τρόπος διεξαγωγής των διαγωνισμάτων προβλέπει την τρίωρη απασχόληση του μαθητή με ένα διαγώνισμα αμφίβολης ποιότητας ως προς τη δομή, την κλιμάκωση της δυσκολίας και την πρωτοτυπία των θεμάτων. Αφήνεται μόνος του να το αντιμετωπίσει χωρίς να τού διδάξει ο καθηγητής το σωστό τρόπο διαχείρισής του. Κάθε έμπειρος εκπαιδευτικός γνωρίζει εκ των προτέρων και με πολύ καλή προσέγγιση το αποτέλεσμα του διαγωνίσματος για κάθε μαθητή του, αφού συνεργάζεται με αυτόν . Μπορεί, μάλιστα, να προβλέψει σε ποια σημεία θα δυσκολευτεί και πού θα προχωρήσει. Συνεπώς, δεν έχει αξία ως διαγώνισμα παρά μόνο ως εργασία προκαθορισμένου χρόνου.
Οι προϋποθέσεις επιτυχίας ενός διαγωνίσματος είναι οι εξής:
Ποιοτικά θέματα. Το συνολικό φορτίο του διαγωνίσματος πρέπει να έχει εκτιμηθεί σωστά και να αναλογεί στις τρεις ώρες της διάρκειάς του. Πρέπει να έχει ομαλή κλιμάκωση της δυσκολίας των ερωτημάτων του και να επιτυγχάνει την ευρύτερη δυνατή κάλυψη της εξεταζόμενης ύλης. Συχνά οι μαθητές πρέπει να γράφουν διαγωνίσματα που έχουν κατασκευαστεί από καθηγητή που δεν τους διδάσκει το μάθημα. Ο διδάσκων συχνά και άθελά του επιλέγει θέματα επηρεασμένος από την εικόνα των μαθητών του.
Εκπαίδευση την ώρα του διαγωνίσματος.
Ο διδάσκων πρέπει να παρευρίσκεται την ώρα του διαγωνίσματος στο χώρο εξέτασης. Ο λόγος γι’ αυτό, ασφαλώς, δεν είναι η επιτήρηση. Ο ρόλος του είναι να διδάξει, υπό πραγματικές συνθήκες διαγωνίσματος, τον σωστό τρόπο αντίδρασης του μαθητή στη γραπτή εξέταση. Πρέπει να εκπαιδεύσει κάθε μαθητή ξεχωριστά στη σωστή εκτίμηση της δυσκολίας των θεμάτων, στην πλήρη τεκμηρίωση των απόψεών του, στη διαχείριση του χρόνου του και σε ένα πλήθος ακόμα σημαντικών παραμέτρων. Με την πάροδο του χρόνου, η βελτίωση του μαθητή φαίνεται από το γεγονός ότι έχει ολοένα και μικρότερη ανάγκη για συμβουλές και οδηγίες, ενώ η ποιότητα του γραπτού του γίνεται ολοένα και καλύτερη.
Κυρίαρχη θέση στο χώρο της εκπαίδευσης έχει η άποψη ότι το εξατομικευμένο μάθημα είναι καλύτερο από οποιασδήποτε άλλης μορφής μάθημα. Η άποψη αυτή μόνο σε ελάχιστες ειδικές περιπτώσεις ευσταθεί. Συγκεκριμένα επιλέγουμε το ιδιαίτερο μάθημα στις ακόλουθες περιπτώσεις: Η πρώτη από αυτές είναι η περίπτωση όπου ο μαθητής είναι ιδιαίτερα προικισμένος σε πνευματικές δυνατότητες. Επίσης, το ιδιαίτερο μάθημα συνιστάται στην αντίθετη περίπτωση όπου ο μαθητής έχει προφανείς δυσκολίες κατανόησης και επεξεργασίας πληροφοριών. Τέλος, το εξατομικευμένο μάθημα είναι η ενδεδειγμένη επιλογή στην περίπτωση όπου ο μαθητής, για κάποιους λόγους, αδυνατεί να παρακολουθήσει την κανονική ροή της ύλης εντός μιας ομάδας. Αυτά τα μαθήματα έχουν συνήθως μικρή διάρκεια. Μόλις αναπληρωθούν τα κενά του, ο μαθητής εντάσσεται σε ομάδα και συνεχίζει σε αυτήν.
Στις υπόλοιπες περιπτώσεις που αποτελούν την συντριπτική πλειονότητα, τα ιδιαίτερα μαθήματα παρουσιάζουν τα εξής προβλήματα:
Η επιλογή των καθηγητών δεν είναι αξιόπιστη, αφού δε γίνεται από υπεύθυνο και ικανό διευθυντή εκπαίδευσης, ο οποίος θα μπορούσε, λόγω πείρας, να αξιολογήσει τον ικανό καθηγητή. Ο συνηθέστερος τρόπος επιλογής είναι εκείνος ο οποίος βασίζεται σε φήμες που συνοδεύουν κάποια πρόσωπα. Συνηθισμένες καταστάσεις:
Αυτός ο καθηγητής βοήθησε το παιδί του γείτονα. Ποιος εγγυάται ότι μπορεί να βοηθήσει και το δικό μας; Κάθε μαθητής είναι μια μοναδική περίπτωση. Πρέπει ο καθηγητής να έχει τη δυνατότητα να προσαρμόζεται στις ανάγκες του. Ποιος εγγυάται ότι ο καθηγητής του παιδιού του γείτονα έχει αυτήν την ικανότητα; Αποτέλεσμα: η πορεία του δικού μας παιδιού είναι θέμα τύχης!
Αυτός ο καθηγητής αμείβεται (ζητάει) ένα μεγάλο ποσό ανά ώρα μαθήματος. Άρα είναι πολύ καλός!!!
Η επιδίωξη του καθηγητή στο ιδιαίτερο είναι η καλή επίδοση του μαθητή στο δικό του μάθημα. Έτσι ο μαθητής πιέζεται για καλή επίδοση στο συγκεκριμένο αντικείμενο. Το ίδιο, όμως, συμβαίνει και από τους καθηγητές των υπόλοιπων μαθημάτων. Το αποτέλεσμα είναι ο μαθητής να βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα τεράστιο φορτίο απαιτήσεων το οποίο, φυσικά, αδυνατεί να διαχειριστεί. Στην περίπτωση αυτή κανείς δεν έχει το ρόλο του μέντορα παιδαγωγού που θα τον καθοδηγήσει και θα τον στηρίξει ψυχολογικά. Για ένα σύνολο αρκετών παραμέτρων, καθοριστικών για την επιτυχία του, κανείς δεν ενδιαφέρεται.
Μείζον πρόβλημα είναι επίσης η ειδικότητα του καθηγητή. Στα ιδιαίτερα μαθήματα ισχύει το «ό,τι δηλώσεις είσαι». Έτσι υπάρχουν Φιλόλογοι που διδάσκουν άριστα όλα τα θεωρητικά μαθήματα, υπάρχουν Φυσικοί που διδάσκουν άριστα τη Χημεία τα Μαθηματικά και γιατί όχι και τη Βιολογία! Στο καλά οργανωμένο φροντιστήριο με υπεύθυνη και ικανή διεύθυνση, ασφαλώς και δεν υπάρχει αυτό το νοσηρό φαινόμενο. Η φράση «τα διδάσκω όλα» ενός εκπαιδευτικού, κατά τη συνέντευξή του στη διεύθυνση ενός σοβαρού φροντιστηρίου, είναι λόγος διακοπής της συνέντευξης και μη συνεργασίας.
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι η πρόοδος στην επιστήμη, στην τεχνολογία αλλά και στην εκπαίδευση έχει ως βασική συνιστώσα την πρόταξη της λογικής έναντι του συναισθήματος. Ως εκ τούτου, η επιλογή των καθηγητών πρέπει σε κάθε περίπτωση να γίνεται από ειδικούς. Πολλές φορές η συμπάθεια του μαθητή προς τον καθηγητή του, τον κάνει να γενικεύει το συναίσθημα αυτό και να θεωρεί πως ο συμπαθής σε αυτόν καθηγητής είναι και καλός καθηγητής. Έτσι, ο μαθητής δηλώνει ότι όλα βαίνουν καλώς, έχοντας παρασυρθεί από το συναίσθημά του σε βάρος της ποιότητας της εκπαίδευσης που λαμβάνει. Φυσικά, δεν αποκλείεται ο καθηγητής να είναι πράγματι καλός. Αυτό, όμως, είναι θέμα τύχης. Ωστόσο, η πρόοδος και η καριέρα ενός νέου ανθρώπου δεν πρέπει ν’ αφήνονται στην τύχη!
Ένα ακόμα μεγάλο πρόβλημα των ιδιαίτερων μαθημάτων είναι το πρόγραμμα σπουδών του μαθητή. Τις περισσότερες φορές οι ώρες διδασκαλίας καθορίζονται από το πρόγραμμα και το διαθέσιμο χρόνο του καθηγητή και όχι από τις πραγματικές ανάγκες του μαθητή. Αυτό που εξυπηρετεί τον καθηγητή προβάλλεται ως το επιβεβλημένο. Το ασφυκτικό του, πολλές φορές, πρόγραμμα δεν του επιτρέπει να διαθέσει , έστω και εκτάκτως, μερικές ώρες παραπάνω, όποτε αυτό είναι αναγκαίο. Στον αντίποδα, το καλό φροντιστήριο έχει πλήρες και επαρκές εβδομαδιαίο πρόγραμμα μαθημάτων και είναι βέβαιο ότι όποτε χρειαστεί θα προσφέρει άμεσα οσεσδήποτε ώρες επιπλέον μαθημάτων. Το μέγεθος του φροντιστηρίου, οι δυνατότητές του σε εξειδικευμένο εκπαιδευτικό προσωπικό, η εύρυθμη λειτουργία του εν γένει, του δίνουν την ευελιξία να προσφέρει επιπλέον ώρες όχι μόνο σε τμήμα αλλά και ατομικά, όποτε χρειαστεί: Στην περίπτωση που ένας μαθητής χάσει, λόγω ασθένειας, κάποια μαθήματα πριν από κάποιο διαγώνισμα του σχολείου, για την αναπλήρωση κενών στη γνώση, και, ασφαλώς, στην περίπτωση της τρίτης Λυκείου, πολλά επιπλέον μαθήματα τους τρεις τελευταίους μήνες πριν τις πανελλαδικές εξετάσεις.
Συχνά προβάλλεται το επιχείρημα ότι η ώρα του ιδιαίτερου μαθήματος είναι πιο αποδοτική από αυτήν του φροντιστηρίου. Συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο! Ας δούμε προσεκτικά τις επόμενες παραμέτρους: Η διάρκεια της διδακτικής ώρας στο φροντιστήριο είναι 50 λεπτά με διάλειμμα 10 λεπτών. Στο ιδιαίτερο δεν μπορεί να είναι παραπάνω, αφού έχει αποδειχθεί ότι ο μαθητής δεν μπορεί να έχει τεταμένη την προσοχή του για περισσότερο χρόνο. Αν, μάλιστα, υπάρχουν περισσότερες από μία διαδοχικές ώρες διδασκαλίας, τότε η προσπάθεια να διαρκέσει η ώρα μαθήματος περισσότερο από 50 λεπτά για να φανεί πιο αποδοτικό, δεν αφήνει χρόνο διαλείμματος, με αποτέλεσμα, φυσικά, τη μείωση της απόδοσης του μαθητή. Βέβαια, όλα αυτά έχουν, τελικά, μικρή σημασία, αφού το τεράστιο πλήθος των επιπλέον ωρών που προσφέρει το φροντιστήριο ισοδυναμεί, αθροιστικά, με περισσότερες ώρες μαθημάτων από τα οποία ωφελείται ο μαθητής κατά τη διάρκεια της σχολικής περιόδου.
Μια άλλη παράμετρος που συχνά, επίσης, προβάλλεται είναι ότι η ώρα του ιδιαίτερου είναι πιο ποιοτική από αυτήν του φροντιστηρίου. Επίσης συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Με την αυστηρή προϋπόθεση ότι η λειτουργία του φροντιστηρίου διέπεται από όλα όσα αναλύθηκαν σε προηγούμενες ενότητες είναι ολοφάνερο ότι τα οφέλη για τον μαθητή είναι πολλαπλά. Πιστοποιημένοι καθηγητές, πλήρες πρόγραμμα σπουδών, ομοιογενής σύνθεση τμημάτων και όλα όσα προαναφέρθηκαν εξασφαλίζουν την επιτυχία.
Τέλος, στο ιδιαίτερο μάθημα απουσιάζει παντελώς η εκπαίδευση του μαθητή στη διαχείριση του διαγωνίσματος. Είναι ξεκάθαρο ότι ο καθηγητής του ιδιαίτερου μαθήματος δεν μπορεί να προσφέρει απολύτως τίποτα από όσα πρέπει να γνωρίζει ο μαθητής και έχουν, ήδη, αναφερθεί στην προηγούμενη ενότητα περί διαγωνισμάτων. Ο μαθητής, συνήθως, λαμβάνει εντός φακέλου κάποια θέματα τα οποία πρέπει να αντιμετωπίσει μόνος του κάποια στιγμή τηρώντας το προκαθορισμένο χρονικό πλαίσιο. Έτσι χάνεται κάθε αίσθηση διαγωνίσματος. Στην ουσία πρόκειται, πλέον, για εργασία η οποία δεν έχει να προσθέσει τίποτα στην πρόοδο του μαθητή.
Η ενότητα αυτή ολοκληρώνεται με την ανακεφαλαίωση ορισμένων πλεονεκτημάτων της παρακολούθησης μαθημάτων σε ένα καλό φροντιστήριο:
α) Η συμμετοχή του μαθητή σε ομοιογενές τμήμα τον φέρνει σε επαφή με τα ζητήματα και τις απορίες που θέτουν οι υπόλοιποι. Έρχεται σε επαφή με τον τρόπο σκέψης των υπολοίπων, με αποτέλεσμα να διευρύνει και τον δικό του. Δεν υπάρχει ο απομονωτισμός του ιδιαίτερου.
β) Η ομοιογένεια του τμήματος εξασφαλίζει την ποιότητα των ερωτημάτων που τίθενται από τους μαθητές. Τότε, κάθε μαθητής έχει τη δυνατότητα να απαντήσει σε κάποιο ερώτημα, αν φυσικά μπορεί, δοκιμάζοντας έτσι τις γνώσεις του. Σε περίπτωση που δε γνωρίζει την απάντηση, έχει τη δυνατότητα να τη μάθει συμπληρώνοντας έτσι κάποιο κενό που είχε και δεν το γνώριζε.
γ) Ο έμπειρος και ικανός εκπαιδευτικός μπορεί να διαχειριστεί θαυμάσια αυτή την αλληλεπίδραση, επιτυγχάνοντας τη δημιουργία ενός δικτύου μεταφοράς της γνώσης. Η αίθουσα μετατρέπεται σε «κυψέλη» γνώσης όπου κάθε μαθητής νιώθει την υποχρέωση να συνεισφέρει στη συνολική πρόοδο.
δ) Το συνολικό φορτίο των εργασιών των μαθητών ελέγχεται απολύτως. Όχι μόνο ως προς την ποσότητα αλλά και ως προς τον τρόπο διαχείρισης και κατανομής του χρόνου.
ε) Ο μαθητής δε νιώθει ποτέ μόνος και αβοήθητος. Ως αποτέλεσμα, έχει πάντοτε άριστη ψυχολογία που, ασφαλώς, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση επιτυχίας.
Πρόκειται για το είδος εκείνο της εξωσχολικής βοήθειας που στόχο έχει την προετοιμασία των μαθητών για την επόμενη μέρα. Ξεκίνησε για τους μαθητές του δημοτικού και επεκτείνεται στο Γυμνάσιο και το Λύκειο. Ο συνηθισμένος τρόπος λειτουργίας προβλέπει την ταυτόχρονη επίβλεψη μαθητών διάφορων τάξεων, συνήθως από Φιλόλογο και Μαθηματικό. Οι καθηγητές περιφερόμενοι, υποδεικνύουν στους μαθητές τις απαντήσεις των εργασιών της επόμενης μέρας.
Αυτό είναι ό,τι ακριβώς χρειάζεται, για να αδρανοποιηθεί η σκέψη του μαθητή και να εθιστεί στην έτοιμη εργασία. Το πρόβλημα που δημιουργείται είναι τόσο έντονο, ώστε στο Λύκειο να μην είναι εφικτή η διόρθωσή του. Υπάρχουν δύο πολύ μεγάλα ζητήματα εδώ: Το πρώτο αφορά στο υπόβαθρο γνώσεων που θα έπρεπε να έχει ο μαθητής. Το δεύτερο στη νοοτροπία και στον τρόπο μελέτης. Σε ένα κέντρο μελέτης όχι απλώς υποβαθμίζονται και τα δύο αλλά δυστυχώς ατροφούν σε τέτοιο σημείο, ώστε να μην υπάρχει, πολλές φορές, τρόπος αλλά και χρόνος διόρθωσής τους. Ο παθητικός τρόπος με τον οποίο ο μαθητής δέχεται όχι γνώσεις αλλά πληροφορίες τον κάνουν να δυσφορεί μεγαλώνοντας, καθώς συνειδητοποιεί ότι συμμετέχει σε κάτι που δεν τού είναι οικείο. Δεν αναπτύσσει ικανότητες, με αποτέλεσμα να θεωρήσει εσφαλμένα ότι δεν έχει ικανότητες. Η δύναμη της παιδείας, με την ευρύτερη έννοια του όρου, και του σωστού τρόπου εκπαίδευσης είναι τόσο μεγάλη, ώστε μπορεί να υπερνικήσει προβλήματα που, ενδεχομένως, έχει το παιδί εξαιτίας οικογενειακών, κοινωνικών, οικονομικών προβλημάτων αλλά ακόμα και, ως ένα σημείο, προβλημάτων υγείας. Συνέπεια του αλλοτριωμένου τρόπου εκπαίδευσης είναι η χαμηλή αυτοεκτίμηση. Το «Δεν καταλαβαίνω» μεταλλάσσεται στο τραγικό «Δεν μπορώ να καταλάβω». Και είναι τραγικό για δύο λόγους: Αφενός μεν, διότι γι’ αυτήν την κακή κατάσταση δεν έχει καμία ευθύνη το παιδί. Είναι θύμα κακών επιλογών και ανικανότητας άλλων προσώπων και δομών. Αφετέρου, γιατί μια σειρά αρνητικών χαρακτηριστικών όπως χαμηλή αυτοεκτίμηση, παθητικότητα, ηττοπάθεια, περιορισμένη έως ανύπαρκτη δημιουργικότητα θα το συνοδεύουν για όλη του τη ζωή.
Ένας μαθητής που ξεκινά τη Β΄ Λυκείου είναι λογικό να έχει ξεχάσει γνώσεις της προηγούμενης τάξης. Είναι, επίσης, αναμενόμενο να έχει πολλά ή λίγα κενά στις γνώσεις αυτές. Επομένως, στο ξεκίνημα αυτής της τάξης επιβάλλεται η σε βάθος αντιμετώπιση των προηγουμένων προβλημάτων και, ταυτοχρόνως, η αντιμετώπιση της ύλης της Β΄ Λυκείου. Πρόκειται, συνολικά, για πολύ μεγάλο φορτίο δουλειάς των μαθητών. Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσει κανείς ότι η ανεπιτυχής αντίδραση σε αυτά τα ζητήματα προοιωνίζεται αποτυχία. Είναι ευρύτατα διαδεδομένη η αντίληψη ότι με το ξεκίνημα της Β΄ Λυκείου ο μαθητής πρέπει να αρχίσει τη μελέτη των μαθημάτων των πανελλαδικών εξετάσεων της Γ΄ Λυκείου. Πολλοί, δηλαδή, θεωρούν όχι απλώς ότι «καλό είναι» αλλά ότι «επιβάλλεται» στο φορτίο που έχει κάθε μαθητής στο ξεκίνημα της Β΄ Λυκείου να προστεθεί ένα ακόμα τεράστιο φορτίο, αυτό των μαθημάτων της επόμενης και τελευταίας τάξης που οδηγεί στις πανελλαδικές εξετάσεις.
Αυτό το σκεπτικό προωθείται από την πλειονότητα των φροντιστηρίων. Ας δούμε, τώρα, τι λέει η λογική σχετικά και ας αναλύσουμε τους λόγους για τους οποίους η παραπάνω αντίληψη έχει βρει πρόσφορο έδαφος ειδικά τα τελευταία χρόνια. Η σχετική εμπειρία λέει πως ένας μαθητής της Β΄ Λυκείου αφιερώνει χρόνο σε εξωσχολικές δραστηριότητες με πιο συνηθισμένες την εκμάθηση ξένων γλωσσών και τον αθλητισμό. Πολύ συχνά και τα δύο. Σ’ αυτό το πρόγραμμα ας προσθέσουμε το συνολικό φορτίο των μαθημάτων της προηγούμενης τάξης προς αναπλήρωση των κενών, των μαθημάτων της τρέχουσας τάξης, που φυσικά αποτελούν το υπόβαθρο γνώσης της επόμενης, και, τέλος, τα μαθήματα της επόμενης και τελευταίας τάξης για την προετοιμασία των τελικών εξετάσεων! Το συνολικό φορτίο, ακόμα και στην περίπτωση που απουσιάζουν οι εξωσχολικές δραστηριότητες, είναι ολοφάνερα εξοντωτικό για κάθε μαθητή θύμα αυτού του εκπαιδευτικού σχεδιασμού. Τέτοια προγράμματα καλύπτονται από πολύωρα εβδομαδιαία μαθήματα που εξαντλούν πνευματικά, συναισθηματικά και σωματικά τους μαθητές. Η συνεχής ροή δεν αφήνει περιθώρια κατανόησης της ύλης. Αν επιπλέον σκεφθούμε ότι η πλειονότητα των μαθητών έχει ανοικτά μέτωπα και προβλήματα σε θέματα σωστού τρόπου παρακολούθησης της παράδοσης και μελέτης στο σπίτι, τότε καταλήγουμε, φυσιολογικά, στο συμπέρασμα ότι ο μαθητής οδηγείται στην κατάρρευση. Η μόνιμη σωματική εξάντληση και τα αμέτρητα κενά στο σύνολο της γνώσης είναι αναπόφευκτα προβλήματα που, σίγουρα, οδηγούν στην αποτυχία. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς τα τραγικά αποτελέσματα των πανελλαδικών τα οποία όλοι γνωρίζουμε από τα επίσημα στατιστικά στοιχεία που δημοσιοποιεί το υπουργείο κάθε καλοκαίρι; Εντυπωσιακά μεγάλα ποσοστά βαθμών κάτω από τη βάση σε πολλά μαθήματα: 80% στα Μαθηματικά για τον Οικονομικό κύκλο, σχεδόν 70% για τις θετικές επιστήμες. Ανάλογα αποτελέσματα και στα υπόλοιπα μαθήματα. Και τούτο συμβαίνει με θέματα τα οποία δεν εμφανίζουν ιδιαίτερη δυσκολία, όσο κι αν κάποιοι αγωνίζονται να μας πείσουν για το αντίθετο για τους δικούς τους λόγους. Πρόκειται για θέματα που, για να αντιμετωπιστούν επιτυχώς, απαιτούν στέρεο υπόβαθρο γνώσεων από τις προηγούμενες τάξεις και άριστη γνώση της ύλης της τελευταίας, ό,τι ακριβώς, δηλαδή, στερούνται οι μαθητές τέτοιων στρατηγικών προετοιμασίας. Εύκολα, λοιπόν, αντιλαμβάνεται κανείς τους λόγους αυτής της αποτυχίας.
Η προετοιμασία για τις πανελλαδικές εξετάσεις από την προηγούμενη τάξη καλλιεργεί την ψευδαίσθηση της σίγουρης επιτυχίας, αφού, σύμφωνα με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, εγγύησή της αποτελεί η αφιέρωση περισσότερου χρόνου στην ενασχόληση με τα εξεταζόμενα μαθήματα. Ένας γονιός, πιεσμένος από το άγχος που προκαλεί η δυσκολία της καταλληλότερης επιλογής, συχνά πείθεται ότι αυτή είναι η ενδεδειγμένη πολιτική προετοιμασίας. Μοιάζει με «συνταγή επιτυχίας» για πολλούς μαθητές και γονείς των υποψηφίων, καθώς ακολουθείται από την πλειονότητα των φροντιστηρίων. Πρόκειται, στην ουσία, για ένα ωραίο πυροτέχνημα που, μόλις σβήσει, αφήνει πίσω του σκοτάδι. Ωστόσο, για λόγους ανταγωνισμού αυτή η πολιτική έχει εξαπλωθεί σε μεγάλη κλίμακα με τα αποτελέσματα που προαναφέρθηκαν. Τελικά, στο βωμό του κέρδους, θυσιάζονται όσοι, δυστυχώς, πέφτουν θύματα αυτής της κατάστασης.
Ας εξετάσουμε, τώρα, κάτω από ποιες συνθήκες μπορεί να βοηθηθεί ο μαθητής. Αρχικά πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι η ύλη της τελευταίας τάξης δεν είναι απαραίτητο να ξεκινήσει από την προηγούμενη. Πολύ περισσότερο, στην εποχή μας που η εξεταστέα ύλη των πανελλαδικών είναι μικρότερη από ποτέ και ο διαθέσιμος χρόνος επαρκεί για την άριστη προετοιμασία του υποψηφίου. Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θα αναλυθούν στη συνέχεια, τότε καλό είναι να γίνεται όχι, όμως, απαραίτητο!
Υπάρχουν δύο κατηγορίες μαθημάτων. Στην πρώτη βρίσκονται τα μαθήματα χωρίς προαπαιτούμενες γνώσεις: Ιστορία, Βιολογία, Ανάπτυξη Εφαρμογών σε Προγραμματιστικό Περιβάλλον, Αρχές Οικονομικής Θεωρίας. Ένας μαθητής ο οποίος είναι σίγουρος ότι θα ακολουθήσει τον κύκλο που απαιτεί αυτά τα μαθήματα μπορεί ακόμα και από την αρχή της Β΄ Λυκείου να αρχίσει να εργάζεται με αυτά. Εναλλακτικά, η διδασκαλία αυτών των μαθημάτων μπορεί να αρχίσει στο δεύτερο μισό της Β΄ Λυκείου. Το αν θα ξεκινήσει και πότε εξαρτάται από πολλές παραμέτρους που έχουν ιδιαίτερο χαρακτήρα για κάθε μαθητή. Η απόφαση, σε αυτό το κρίσιμο σημείο, απαιτεί πολύ μεγάλη πείρα. Γονείς και μαθητές παρασύρονται πολλές φορές και υπερεκτιμώντας κάποιους παράγοντες κάνουν λανθασμένες επιλογές. Στη δεύτερη κατηγορία μαθημάτων εντάσσονται αυτά που απαιτούν πολύ καλό γνωστικό υπόβαθρο. Είναι τα Αρχαία, η Νεοελληνική Γλώσσα, τα Μαθηματικά, η Φυσική και η Χημεία. Εδώ τα πράγματα είναι πολύ πιο επικίνδυνα. Η παρακολούθηση μαθημάτων της τελευταίας τάξης απαιτεί πιστοποιημένη άριστη γνώση των προηγουμένων. Τα πολύ γερά θεμέλια θα εξασφαλίσουν ταχύτερη κάλυψη της ύλης στο βάθος που πρέπει με στόχο το άριστο αποτέλεσμα. Είναι και πάλι αρμοδιότητα ικανής διεύθυνσης σπουδών να εκτιμήσει, για κάθε μαθητή ξεχωριστά, τις παραμέτρους που πρέπει και να γνωμοδοτήσει σχετικώς.
Καθίσταται φανερό, από όσα προηγήθηκαν, ότι το πρόγραμμα σπουδών που πρέπει να παρακολουθήσει ένας μαθητής είναι το ενδεδειγμένο μόνο στην περίπτωση που έχει σχεδιαστεί σωστά με κίνητρο τη βέλτιστη αξιοποίηση των δυνατοτήτων του, την πρόοδό του και την τελική επιτυχία του.
Εν κατακλείδι, σε όλες τις βαθμίδες θα πρέπει η εκπαίδευση του μαθητή να εμφορείται από υγιείς αρχές και αξίες. Ο στόχος θα πρέπει να είναι η ανάπτυξη των δυνατοτήτων που, σίγουρα, έχει κάθε μαθητής , η εξοικείωσή του με το σωστό τρόπο μελέτης, ώστε να αισθάνεται δημιουργικός και, πάνω από όλα, μια πειστική απάντηση στο εύλογο ερώτημά του «Γιατί όλα αυτά;». Δεν πρέπει να θεωρείται αυτονόητο ότι ένα παιδί έχει την απάντηση στο ερώτημα αυτό. Δεν την έχει! Αυτό είναι ένα συνηθισμένο λάθος που γίνεται σε πολλές κοινωνίες. Είναι δικό μας καθήκον να αναδείξουμε την αξία της ευρύτερης παιδείας ως μέσου εξανθρωπισμού της κοινωνίας και την αξία της εκπαίδευσης ως μέσου απόκτησης των γνώσεων που πρέπει να έχει κάποιος, προκειμένου να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο αλλά και να βιοπορίζεται. Είναι καθήκον της κοινωνίας απέναντι στη νέα γενιά να αναδείξει την αξία του διπόλου παιδεία και εκπαίδευση. Αυτή θα πρέπει να είναι η κύρια μέριμνά της . Αν ο νέος άνθρωπος κατανοεί γιατί συμβαίνουν όλα αυτά, τότε γίνεται καλός ακροατής σε όσα έχουμε να τού πούμε και ανταποκρίνεται θετικά σε όσα τού ζητήσουμε στην κατεύθυνση της προόδου. Μέσω της κατανόησης, ο μαθητής συνειδητοποιεί ότι έχει τη δυνατότητα να προοδεύσει σε οτιδήποτε διδάσκεται. Αντιλαμβάνεται ότι έχει τις δυνατότητες να επιτύχει όποιον στόχο θέσει και δυναμώνει η θέλησή του προς αυτήν την κατεύθυνση. Έτσι δημιουργείται θετική ψυχολογία και επομένως διάθεση για περαιτέρω πρόοδο.
Ειδικότερα για το χώρο της φροντιστηριακής εκπαίδευσης, στις παραπάνω προκλήσεις μπορεί ν’ ανταποκριθεί μόνο το καλό φροντιστήριο, γεγονός που καθιστά καταλυτική τη σημασία της σωστής επιλογής. Σωστή επιλογή φροντιστηρίου σημαίνει πρώτα και κύρια επιλογή ικανής διεύθυνσης σπουδών, με όραμα για την παιδεία, που δεν αποσκοπεί μόνο στο εμπορικό κέρδος. Το φροντιστήριο πρέπει να καλύπτει τις ανάγκες του σχολείου και, κυρίως, να καλλιεργεί και ν’ αξιοποιεί τις δυνατότητες των μαθητών στο έπακρο. Απαιτείται να έχει τη δυνατότητα να προσφέρει σε κάθε μαθητή ξεχωριστά ό,τι ακριβώς χρειάζεται για την επίτευξη του στόχου του. Το καλό φροντιστήριο μπορεί να προσαρμόζεται στο μαθητή. Το κακό φροντιστήριο προσαρμόζει κάθε μαθητή στον τρόπο λειτουργίας του. Αναζητήστε την απόλυτη εξειδίκευση της διεύθυνσης σπουδών σε θέματα παιδείας και εκπαίδευσης. Μη θεωρήσετε ότι τα ζητήματα αυτά είναι απλά και οποιοσδήποτε μπορεί να έχει γνώμη πάνω σε αυτά. Η επιλογή σπουδών (δηλαδή, η επιλογή καθηγητών και προγραμμάτων) είναι δυσκολότερη από την επιλογή άλλων υπηρεσιών, όπως οι ιατρικές, νομικές ή άλλες υπηρεσίες. Και τούτο, διότι η επιλογή μεταξύ γιατρών για παράδειγμα, είναι επιλογή μεταξύ ανθρώπων απόλυτα εξειδικευμένων και πιστοποιημένα ικανών να παρέχουν ιατρικές υπηρεσίες. Όμως η επιλογή μεταξύ καθηγητών είναι επιλογή μεταξύ επιστημόνων που δεν έχουν πάντα πιστοποιημένη παιδαγωγική επάρκεια. Επίσης, ένα τεράστιο πλήθος παραμέτρων που καθορίζουν την ποιότητα της εκπαίδευσης δεν ακολουθεί πρωτόκολλο ποιότητας, με αποτέλεσμα να συμβαίνει τελικά ό,τι θεωρεί σωστό, με τα δικά του κριτήρια, ο καθένας. Συνεπώς, φροντίστε για τη σωστή επιλογή διεύθυνσης σπουδών και όλα τα άλλα αφήστε τα σε αυτήν.